- προενθύμησις
- -ήσεως, ἡ ΜΑ [προενθυμώ]το να σκέφτεται κανείς κάτι εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προενθύμησις — προενθύ̱μησις , προενθύμησις previous thought fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενθυμήσεως — προενθῡμήσεω̆ς , προενθύμησις previous thought fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)